- στήσω
- ἵστημιmake to standaor subj act 1st sgἵστημιmake to standfut ind act 1st sgἵστημιmake to standaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θοινατήριον — θοινατήριον, τὸ (Α) [θοινατήρ] θοίνη*, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek
οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… … Dictionary of Greek
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek
πουλολόγος — Μεσαιωνικό ποίημα του 14ου αι., γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Αποτελείται από 650 πολιτικούς στίχους. Ίσως το ποίημα γράφτηκε σε κάποια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι εξοικειώθηκαν με τα φραγκικά ήθη. Ο τίτλος του ποιήματος οφείλεται στο… … Dictionary of Greek
συστήνω — και συσταίνω και συστένω Ν βλ. συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστήσω, υποτακτ. αορ. τού αρχ. συνίστημι (πρβλ. στήσω, βλ. λ. ἵστημι)] … Dictionary of Greek
εργάζομαι — εργάστηκα 1. δουλεύω γενικά: Εργάζομαι όπου βρω εργασία. 2. ασκώ επάγγελμα, υπηρετώ κάπου: Εργάζομαι στην τράπεζα. 3. κάνω, εκτελώ την τακτική μου εργασία: Τα δημόσια γραφεία δεν εργάζονται σήμερα. 4. μτφ., λειτουργώ: Το πλυντήριο εργάζεται. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)